προσανειληφυίας

προσανειληφυίας
προσανειληφυί̱ᾱς , προσαναλαμβάνω
take in
perf part act fem acc pl
προσανειληφυί̱ᾱς , προσαναλαμβάνω
take in
perf part act fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαναλαμβάνω — Α [ἀναλαμβάνω] 1. (το ενεργ και το μέσ.) παίρνω ή δέχομαι κάτι επί πλέον 2. μεταχειρίζομαι κάτι επιπροσθέτως 3. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ανάπαυση («ἀριστοποιησάμενος καὶ προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας», Πολ.) 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”